ἀταρτηρός

[384] ἀταρτηρός (verstärkte Form von ἀτηρός), der ἄτη angehörig, unterworfen, verblendet, maßlos; auch = verderblich, feindselig; Hom. Iliad. 1, 223 Πηλείδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρείδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο. »οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο« κ.τ.ε,: mit maßlosen Worten; Odyss. 2, 243 Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποἶον ἔειπες: ἀταρτηρέ und φρένας ἠλεέ stehn παραλλήλως, = du Verblendetet. – Hes. Th. 610 ἀταρτηροῖο γενέϑλης; στόμα πόντου Theocr. 22, 28; Qu. Sm. 4, 222.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 384.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: