ἄσμενος

[372] ἄσμενος, gern, freudig, froh; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη Iliad. 14, 108, mir wird es lieb sein; φύγεν ἄσμενος ἐκ ϑανάτοιο 20, 350, ist froh, dem Tode entronnen zu sein; ἔνϑεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, ἄσμενοι ἐκ ϑανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους Od. 9, 63. 566. 10, 134; ἀσμένῃ δ' ἐμοὶ ἦλϑε Soph. Tr. 18; vgl. Aesch. Pr. 23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε Her. 8, 14; ἀσμένοις τοῖς ἀνϑρώποις τὸ φῶς ἐγίγνετο Plat. Crat. 418 c; Thuc. 6. 12, u. oft in Prosa, ἄσμενος ὁρᾶν u. ähnl., wie Pind. εὗρεν Ol. 13, 71. – Compar., B. A. p. 12 ἀσμενώτερος καὶ ἀσμεναίτατα λέγε; letzteres Plat. Rep. I, 329 c; ἀσμενέστατα X, 616 a, wie Cic. Att. 13, 22. – Adv. ἀσμένως, willig, mit Freuden, Plat u. Folgde.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 372.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: