[1170] ὑγιεινός, der Gesundheit zuträglich, heilsam, gesund; χωρίον, Xen. Cyr. 1, 6, 16; compar., Mem. 3, 12, 3; ὕδωρ, Plat. Phil. 61 c; τόπος, Rep. III, 401 c; τὰ ὑγιεινὰ ὑγίειαν ἐμποιεῖ, Rep. IV, 444 c; Ggstz νοσώδης, Theaet. 171 e; – auch = gesund seiend, kräftig, ἄνδρας πρὸ τῶν τραυμάτων ὑγιεινούς τε καὶ κοσμίους ἐν διαίτῃ, Rep. III, 408 a; u. so ὑγιεινῶς ἔχειν, ib. 407 c; ὑγιεινοτέρως, Xen. Lac. 2, 5.