ἐρητύω (vgl. ἐρύω, ἐρύκω ), zurück-, abhalten, hemmen, hindern, κήρυκες δ' ἄρα λαὸν ἐρήτυον Il . 18, 503; σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον , an der Flucht hindern, 2, 164; ...
πείθω , fut . πείσω , aor . ἔπεισα ( ... ... Ar. Th . 595; τί σοι πιϑώμεσϑα , Av . 164; auch σοῖς ταῠτα πείσομαι λόγοις , Aesch. Ch . 770; 'Αϑη ...
ἐξ-ετάζω , fut . ἐξετάσω , ... ... Soph. Ai . 583; neben ματεύω , O. C . 211; σοῖς κακοῖς ἠξίουν ἐξετάζεσϑαι φίλος Eur. Alc . 1014; vom Mustern eines Heeres ...
προς-τίθημι (s. τίϑημι) ... ... . 1, 13; κλίμακας πύργοις , anlegen, Thuc . 3, 23; σοῖς προςτίϑημι γόνασιν ὠλένας ἐμάς , Eur. Andr . 896; πρῆγμά τινι , ...