deitās , ātis, f. (deus), die Gottheit, als Übersetzung des griech. θεότης ( für divinitas), Augustin. de civ. dei 7, 1 in. u.a. Eccl.
δαιτός , ἡ (entstanden aus ΔΑΊΤΣ , von δαίω, ... ... Plural δαῖτες Odyss . 20, 182, δαιτῶν 17, 220. 377, δαῖτας 1, 374. 2, 139. 11, 185. 22, 352. Unter ...
ἀ-λεγῡνω ( ... ... . fünfmal, Od . 1, 374. 2, 139 ἄλλας δ' ἀλεγύνετε δαἶτας , 8, 88 ϑοὴν ἀλεγύνετε δαἶτα , 11, 186 δαῖτας, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν , 13, 23 δαῖτ' ἀλέγυνον ; ...
δικασ-πόλος , wer sich mit dem Recht ... ... φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε ϑέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται ; Odyss . 11, 186 δαῖτας ἐίσας δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ' ἀλεγύνειν. – Sp. D. ...