ἀκρό-δρυα , τά , 1) Fruchtbäume, ... ... Herodian .; πάντες οἱ τῶν δένδρων καρποί Suid .), bes. mit holziger Schale ( Geop . ὅσα ἔξωϑεν ἔχει κέλυφος, οἷον ῥοιά, πιστάκια, κάστανα ). ...
ἐπ-άν-ειμι (s. εἶμι ), ... ... ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι Xen. Hell . 7, 4, 1; – vom Schalle, αὐλὸς ἐπάνεισι Soph. Tr . 639 ch.; ἡμέρας δὲ ...
καρφαλέος ( κάρφω ), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων ... ... φάρυγξ δ. καρφ . Alc. Mess . 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος , dürr, heiser erklang der ...
δι-ικνέομαι (s. ἱκνέομαι ), 1) durchkommen, durchdringen, δι' ὤτων ποτὶ τὰν ψυχάν , vom Schalle, Tim. Locr . 101 a; εἰς u. πρός τι , ...