ἀλλότριος ( ἄλλος ), 1) fremd, a) aus einem andern ... ... Hom ., βίοτος, οἶκος, βόες, νηῠς ; Iliad . 20, 298 ἕνεκ' ἀλλοτρίων ἀχέων; οἵ τ' ἐπὶ γαίης ἀλλοτρίης βῶσιν Od . 14, ...