δῑνόω

[632] δῑνόω, rund machen, drechseln; davon adject. verbal. δινωτός, gerundet, rund gedrechselt, überhaupt wohl = zierlich gearbeitet; Homer dreimal: Iliad. 13, 407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐίσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 4 Δινωτήν· στρογγύλην; Iliad. 3, 391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Fried laender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῠσϑαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Odyss. 19, 56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – Sp. D.; ϑρόνος Apoll. Rh. 3, 44.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 632.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: