[1501] [1501] κρατευτήριον, τό, = Vorigem; Poll. 6, 89 σιδήρεον ᾡ τοὺς ὀβελίσκους ἐπιτιϑεῖσι πρὸς τὴν τῶν κρεῶν ὄπτησιν; im plur., 10, 97.