παν-ημέριος

[460] παν-ημέριος, den ganzen Tag hindurch; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ ϑεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472, öfter; πανημερίη ναῦς, Od. 4, 356, welches den ganzen Tag hindurch läuft; πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδήν, Hes. Sc. 396; τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει, Eur. Hipp. 369; sp. D.; – πανημέριον, adverbial, den ganzen Tag über, ununterbrochen, Il. 11, 279; πανημερίως, Tzetz. zu Lyc. 818.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 460.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: