αἰγί-λιψ

[50] αἰγί-λιψ, ιπος, ὁ, ἡ, VLL. οὕτως ὑψηλός, ὥςτε καὶ αἶγα λείπεσϑαι, μὴ ἐπιβαίνειν, schroff, steil, selbst den Ziegen unzugänglich, Hom. dreimal, Iliad. 9, 15. 16, 4 ὥς τε κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ, 13, 63 ὥς τ' ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσϑαι, ὅς ῥά τ' ἀπ' αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρϑεὶς ὁρμήσῃ πεδίοιο; Aesch. Suppl. 775; πέτρος Antiphil. 30 (VII, 622); Scyrus Lyc. 1325.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 50.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: