περι-δέω

[572] περι-δέω (s. δέω), umbinden; ὥςπερ εἴτις σηπί. αις πώγωνα περιδήσειεν, Ar. Eccl. 127; im med., sich umbinden, τοὺς στεφάνους περιδήσομαι, ib. 122; πώγωνα, 100; auch κράνος, Ran. 1038; περισφύριον περιδέεται γυνή, Her. 4, 176; ἀντὶ ἱμάντων σφαίρας ἂν περιεδούμεϑα, Plat. Legg. VIII, 830 b; u. Sp., τῶν ἐν ταῖς παλαίστραις διαμαχομένων ἐπισφαίροις ἐπιδέουσι τὰς χεῖρας, Plut. reip. ger. praec. a. E.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 572.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: