[1393] κατα-ψυκτικός, ή, όν, zum Abkühlen geschickt, abkühlend, νεότης δ' ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καταψυκτικοῦ μορίου αὔξησις Arist. de respirat. 18.
Meyers-1905: Nagy-Káta · Kata...
Pierer-1857: Kata [2] · Kata [1] · Kata Kana