ἄελλα

[41] ἄελλα, ἡ (ἄημι), Wind, Sturm, ὕψι δ' ἄελλα σκί. δναϑ' ὑπὸ νεφέων Iliad. 16, 374, ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν 2, 293, τοὺς δ' οὐκ ἐϑέλοντας ἄελλαι πόντον ἐπ' ἰχϑυόεντα φέρουσιν 19, 377, ἐπισπέρχουσι δ' ἄελλαι παντοίων ἀνέμων Od. 5, 304, ὑπεραέι ἶσος ἀέλλῃ Iliad. 11, 297, ἐμάρνατο ἶσος ἀέλλῃ 12, 40, ἴσαν ἀργαλέων ἀνέμων ἀτάλαντοι ἀέλλῃ 13, 795; – Eur. λαμπρῶν ἄστρων, Umschwung, Hel. 1514.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 41.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien:
Ähnliche Einträge in anderen Lexika