ἀκαλαρ-ρείτης

[67] ἀκαλαρ-ρείτης, sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαϑυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών);Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 67.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: