καταιγιγνώσκω

[1342] καταιγιγνώσκω (s. γιγνώσκω), später καταγῑνώσκω; – 1) anmerken, an Einem Etwas bemerken; καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους Ar. Equ. 46, er merkte dem Alten seine Art ab; bes. von Nachtheiligem od. Lächerlichem, τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας D. L. 2, 109; οὐ καταγνώσομαί γε σοῦ, ὅπερ τῶν ἄλλων καταγιγνώσκω, ich werde von dir das nicht erleben, Plat. Phaed. 116 c; ἐμοῦ ἴσως κατέγνωκας, ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Men. 76 c; ἐμαυτοῦ αὐτὸς κατέγνωκα μήποτ' ἂν δυνατὸς γενέσϑαι ἐγκωμιάσαι Tim. 19 d; Thuc. 3, 45 οὐδείς που καταγνοὺς ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσϑαι τῷ ἐπιβουλεύματι; 7, 51; übh. genau erkennen, ὅπως ἂν εὖ καταγνωσϑῇ δίκη Aesch. Eum. 643; καταγνωσϑεῖσα δίκη Antiph. 6, 3; τοὺς γνώμῃ ἐπιμελουμένους ϑᾶττον καὶ κερδαλεώτερον κατέγνων πράττοντας Xen. Oec. 2, 18; εἴπερ αὐτοὺς ἀγαϑοὺς ὄντας κατἐγνωσαν Ael. V. H. 14, 15. – Gew. 21 gegen Einen Etwas urtheilen, zu Jemandes Nachtheil entscheiden, verurtheilen, τινός τι, z. B. τῶν διαφυγόντων ϑάνατον, den Entflohenen den Tod zuerkennen, Thuc. 6, 60; ὧν ϑάνατος κατέγνωσται Dem. 24, 149; παρανόμων αὐτοῦ κατέγνωτε 25, 67; τοῦτον φόνου, diesen wegen Mordes verurtheilen, Lys. 1, 30; πολλῶν μηδισμοῦ ϑάνατον κατέγνωσαν Isocr. 4, 157; ϑάνατον, φυγὴν κατά τινος, D. Sic. 18, 62. 19, 21; ἐκτίνειν τὸ καταγνωσϑέν, wozu man verurtheilt worden, Isocr. 12, 10; Sp. auch καταγνωσϑεὶς ϑανάτῳ, D. Sic. 1, 77; Ael. V. H. 12, 49; c. in L, Paus. 4, 24, 2; auch einfach καταγιγνώσκων τοῦ ἀνϑρώπου, verurtheilen, Plat. Dem. 382 e. Allgemeiner, πολλήν γ' ἐμοῦ κατέγνωκας δυςτυχίαν, du hältst mich für sehr unglücklich, Plat. Apol. 25 a; μὴ καί τινα σκληρότητα ἡμῶν καὶ ἀγροικίαν καταγνῶ Rep. X, 607 b; τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antiph. 2 β 12; ἑαυτῶν ἀδικίαν Andoc. 1, 3; δειλίαν τινός Lys. 14, 16; τῶν ἀνϑρώπων δυςτυχίαν Isocr. 2, 12, vgl. 3, 40; πολλὴν μανίαν τινός 4, 133, wie μωρίαν 5, 21; πολλὴν ἐρημίαν ἡμῶν Is. 1, 2; τοσαύτην ἡμῶν εὐήϑειαν κατέγνωκε Dem. 30, 39. Her. vrbdt auch οὐκ ἐπιτήδεια καταγνόντες κατ' ἐμεῦ, 6, 97; καταγνωσϑεὶς πρὸς αὐτῶν νεώτερα πρήσσειν, beschuldigt, 6, 2; δειλίαν καταγνωσϑῆναι D. Hal. 11, 22; σκεῦος καταγνωσϑὲν ἀχρηστίαν, für unbrauchbar erklärt. – Καταγιγνώσκεσϑαι, verachtet werden, Pol. 5, 27, 6.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 1, S. 1342.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: