πάρος

[527] [527] πάρος, adv. a) der Zeit, vormals, vorher; Hom., der auch τὸ πάρος (wie πρίν u. τὸ πρίν) braucht; ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν 'Αϑήνην, Il. 4, 73; Gegensatz von νῦν, 1, 553 Od. 6, 325 u. sonst; mit folgendem πρίν, 2, 127; πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε, Il. 5, 218; gew. mit einem temp. der Vergangenheit, πάρος εἶδεν, 11, 111, οἵη πά-#ρος ἔσκεν, 669, u. oft c. imperf.; aber auch c. praes., schon lange, sonst, τίπτε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ; πάρος γε μὲν οὔτι ϑαμίζεις, 18, 386, vgl. 1, 553. 4, 264 Od. 8, 36; u. fut., πάρος τοι δαίμονα δώσω, Il. 8, 166, d. i. eher, lieber, vgl. 16, 629, πάρος τινὰ γαῖα καϑέξει; ὡς τὸ πάρος περ, Od. 2, 305 u. sonst; – c. infin., πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσϑαι, Od. 8, 376, bevor, wie πρίν, vgl. Il. 6, 348. 11, 573. 23, 764 Od. 1, 21. 17, 218 u. sonst; aber selten c. inf. praes., wie πάρος δόρποιο μέδεσϑαι, Il. 18, 245; – vor der Zeit, zu früh, Il. 23, 474; – οἱ πάρος, die Früheren, Pind. I. 6, 1, wie ϑεοῖς τοῖς πάρος, Aesch. Prom. 404; τοῦ πάρος λελεγμένου μείζων, Spt. 406, vgl. 537; τὸν πάρος μῦϑ ον, Soph. Trach. 339; τὰ πάρος, dem τὰ εἰς ἔπειτα entgeggstzt, Ai. 34 u. öfter; Eur. oft, wie τὰ πάρος εὐτυχήματα Phoen. 1723. – b) des Ortes, vor, c. gen.; Τυδείδου πάρος σχέμεν ὠκέας ἵππους, Il. 8, 254; στεῖχε δωμάτων πάρος, Eur. Hec. 1049; Soph. Ai. 73 El. 1494; u. übtr., πάρος τοὐμοῦ πόϑου προὔϑεντο τὴν τυραννίδα, O. C. 419, wie τὴν δ' ἐλπίδα οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος, = προκρίνειν, Trach. 721; τῶν σῶν πάρος πίτνουσα γονάτων, Eur. Andr. 573; τίνα γὰρ ἔτι πάρος οἶκον ἄλλον σέβεσϑαί με χρή, Or. 344. – In Prosa kommt das Wort nicht vor.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 527-528.
Lizenz:
Faksimiles:
527 | 528
Kategorien: